- ἐγχύματα
- ἔγχυμαinstillationneut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εγχυματικά — ή εκχυματόζωα, τα παλαιότερη ονομασία τών μονοκύτταρων οργανισμών που ζουν μέσα σε εγχύματα … Dictionary of Greek
παραμήκιο — Γένος πρωτόζωων της ομοταξίας των βλεφαριδωτών ή εγχυματογενών. To paramaecium aurelia, που παίρνουμε ως παράδειγμα, είναι μονοκύτταρος οργανισμός, σχήματος ωοειδούς, μήκους περίπου 0,25 χιλιοστών, ο οποίος ζει στα εγχύματα και στα βαλτώδη νερά.… … Dictionary of Greek
βλεφαριδωτά — Ομοταξία μονοκύτταρων πρωτόζωων που ζουν κατά μάζες στα λιμνάζοντα νερά· ονομάζονται και εγχυματόζωα επειδή αναπτύσσονται πολύ εύκολα στα εγχύματα. Στα β., το κυτταρόπλασμα έχει διαφοροποιηθεί και σχηματίζει ειδικά μικρά όργανα, χρήσιμα στη… … Dictionary of Greek
εγχυματόζωα — Ονομασία με την οποία χαρακτήριζαν παλαιότερα τα πρωτόζωα της ομοταξίας των βλεφαριδωτών. Η χρήση το όρου ε. δικαιολογείται από το γεγονός ότι τα πρωτόζωα αυτά, χαρακτηριστικά των στάσιμων νερών, αναπτύσσονται με ευκολία στα εγχύματα … Dictionary of Greek